ανελαστικότητα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | ανελαστικότητα |
γενική | ανελαστικότητας |
αιτιατική | ανελαστικότητα |
κλητική | ανελαστικότητα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανελαστικότητα < ανελαστικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανελαστικότητα θηλυκό
- η έλλειψη ελαστικότητας σε κάτι με υλική υπόσταση
- ανελαστικότητα υφάσματος, σωλήνα, δομικών υλικών, σκελετού
- η έλλειψη ελαστικότητας σε συμπεριφορά, η άτεγκτη στάση, η εμμονή στο "γράμμα του νόμου", η αδιάλλακτη στάση, η επιμονή στην τήρηση κάποιων αυστηρών ορίων σε προσωπικό επίπεδο ή σε κοινωνικό, όπως στα όρια ελιγμών, ερμηνείας και επιείκειας που επιτρέπει ένας νόμος
- (οικον.) η μη μεταβολή στην τιμή, στην παραγωγή, στην κατανάλωση, στη ζήτηση
- Η ανελαστικότητα των τιμών
- Η ανελαστικότητα στην κατανάλωση καπνού, δηλαδή το γεγονός ότι η αύξηση της τιμής του δεν μειώνει την κατανάλωση, δείχνει ότι…
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανελαστικότητα