ανεμοδόχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεμοδόχη < άνεμος + -δόχη < δέχομαι, (καθαρεύουσα: ανεμοδόχος αρσενικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεμοδόχη θηλυκό
- οποιαδήποτε κατασκευή υποδοχής ανέμου, συνηθέστερα για φυσικό εξαερισμό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η όρθια σωληνωτή κατασκευή με γωνιακή απόληξη 90 μοίρες και διπλάσιας διαμέτρου, που φερόταν παλαιότερα στα καταστρώματα των πλοίων για φυσικό εξαερισμό των εσωτερικών χώρων.
- οι ανεμοδόχες λειτουργούσαν με το ρεύμα ανέμου που δημιουργούσε η κίνηση του πλοίου, φέροντας λαβές μπορούσε να στραφεί το άνοιγμά τους προς όποια κατεύθυνση του ορίζοντα, διακρίνονταν δε σε εισαγωγής ή κατάθλιψης, (οι στρεφόμενες προς τον άνεμο) και σε εξαγωγής ή απορρόφησης (οι στρεφόμενες αντίθετα του ανέμου, δημιουργώντας υποπίεση)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στα πλοία για τον ίδιο σκοπό λειτουργούσαν παράλληλα σιφωνοειδείς εξαεριστήρες, στόμια, αναφωτίδες, παραφωτίδες κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεμοδόχη
|