ανεμοκαύκαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμοκαύκαλος η ανεμοκαύκαλη το ανεμοκαύκαλο
      γενική του ανεμοκαύκαλου της ανεμοκαύκαλης του ανεμοκαύκαλου
    αιτιατική τον ανεμοκαύκαλο την ανεμοκαύκαλη το ανεμοκαύκαλο
     κλητική ανεμοκαύκαλε ανεμοκαύκαλη ανεμοκαύκαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμοκαύκαλοι οι ανεμοκαύκαλες τα ανεμοκαύκαλα
      γενική των ανεμοκαύκαλων των ανεμοκαύκαλων των ανεμοκαύκαλων
    αιτιατική τους ανεμοκαύκαλους τις ανεμοκαύκαλες τα ανεμοκαύκαλα
     κλητική ανεμοκαύκαλοι ανεμοκαύκαλες ανεμοκαύκαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεμοκαύκαλος < ανεμο- + καύκαλ(ο) + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ne.moˈkaf.ka.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐καύ‐κα‐λος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανεμοκαύκαλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ανεμοκαύκαλοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας