ανεμποδίστως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεμποδίστως < ανεμπόδιστος + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανεμποδίστως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]