ανενεργοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανενεργοποιώ < α- στερητικό + ενεργοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανενεργοποιώ

  1. καθιστώ κάτι ανενεργό
  2. διακόπτω κάποια δράση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]