ανεξάλειπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξάλειπτος < αρχαία ελληνική ἀνεξάλειπτος < ἐξαλείφω < ἀλείφω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξάλειπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν έχει εξαλειφθεί ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανεξάλειπτα
- ανεξάλειπτο
- → δείτε τις λέξεις εξαλείφω και αλείφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξάλειπτος