ανεξάντλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξάντλητος < μεσαιωνική ελληνική ἀνεξάντλητος < αρχαία ελληνική ἐξαντλέω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξάντλητος, -η, -ο
- που δεν εξαντλείται ή δεν μπορεί να εξαντληθεί, να τελειώσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανεξάντλητα
- → δείτε τις λέξεις εξαντλώ και αντλώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αστείρευτος
- ατελείωτος
- άνορος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξάντλητος