Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανεξάρτητο πλατφόρμας

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεξάρτητο πλατφόρμας <  δείτε τις λέξεις ανεξάρτητος και πλατφόρμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανεξάρτητο πλατφόρμας (en) ουδέτερο

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]