ανεξέλεγκτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξέλεγκτα < ανεξέλεγκτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανεξέλεγκτα
- κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, χωρίς έλεγχο
- ο πληθωρισμός ανέβαινε ανεξέλεγκτα και τα νοικοκυριά οδηγούνταν σε πτώχευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξέλεγκτα