ανεξέταστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξέταστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνεξέταστος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + εξετασ- (εξετάζω) + -τος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.neˈkse.ta.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐ξέ‐τα‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξέταστος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανεξέταση
- ανεξέταστα (επίρρημα)
- ανεξεταστέος
→ και δείτε τη λέξη εξετάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξέταστος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ανεξέταστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανεξέταστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)