ανεπίληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπίληπτος < αρχαία ελληνική ἀνεπίληπτος < ἐπίληπτος < ἐπίλαμβάνω < λαμβάνω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₂gʷ-
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπίληπτος, -η, -ο
- που δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις για κάτι, είναι άψογος.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπίληπτος