ανεπίσημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπίσημος < αν- (στερητικό α-) + επίσημος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unofficial
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπίσημος
- ο μη επίσημος, ο καθημερινός, ο συνήθης
- (για ρούχο, ενδυμασία)
- ο άτυπος, αυτός που σίγουρα έχει κύρος και επισημότητα επί της ουσίας, τυπικά, όμως, χαρακτηρίζεται ως ανεπίσημος, επειδή δε θα γίνουν οι ανακοινώσεις που συνήθως γίνονται σε επίσημες επισκέψεις, αλλά και επειδή δε θα ληφθούν (ή δε θα ανακοινωθούν) οριστικές αποφάσεις για κάτι
- η επίσκεψη του Γιούνγκερ ανακοινώθηκε ως ανεπίσημη
- Η ανεπίσημη αντίδραση της κυβέρνησης για την Λαγκάρντ και τις απειλές μέσω Facebook (η κυβέρνηση αντέδρασε, δηλαδή, στις δηλώσεις Λαγκάρντ, αλλά σε ανεπίσημο επίπεδο, όχι με διαβήματα και επίσημες επιστολές)
- ο μη κοινοποιήσιμος, αυτός που λέγεται πληροφοριακά, αλλά όχι για να δημοσιευθεί ή να αποδοθεί ως φράση σε εκείνον που την είπε, παρότι την είπε, ο μη καταγραφόμενος (το "off the record")
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις επίσημος και σήμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπίσημος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' προπαροξύτονα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)