Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανεπαρκώς

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεπαρκώς < ανεπαρκής

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ανεπαρκώς

απέτυχε στις εξετάσεις γιατί ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]