ανεπιμέλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπιμέλητος < ελληνιστική κοινή ἀνεπιμέλητος < αρχαία ελληνική ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι < ἐπιμελής
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπιμέλητος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν τον έχουν επιμεληθεί, που δεν τον έχουν φροντίσει