ανεπρόκοπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπρόκοπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀπρόκοπος < ἀ- στερητικό (> αντικατάσταση με τη μορφή ανε-) + προκοπ(ή) + -ος.[1][2] Δείτε και προκόπτω (προχωρώ, προοδεύω).
Επίθετο[επεξεργασία]
- ο αχαΐρευτος, ο απρόκοπος, που δεν λέει να κάνει προκοπή, δεν προκόβει, δεν προοδεύει σε τίποτα, μένει στάσιμος από τεμπελιά και όχι από έλλειψη ικανοτήτων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ ανεπρόκοπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανε- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)