ανερευνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνερευνῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανερευνώ < αρχαία ελληνική ἀνερευνάω / ἀνερευνῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανερευνώ (παθητική φωνή: ανερευνώμαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]