ανευθυνολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανευθυνολογώ < ανεύθυνος + -ο- + -λογώ (< λέγω)

Ρήμα[επεξεργασία]

ανευθυνολογώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]