ανευθυνότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ανευθυνότητα | ανευθυνότητες |
γενική | ανευθυνότητας | ανευθυνοτήτων |
αιτιατική | ανευθυνότητα | ανευθυνότητες |
κλητική | ανευθυνότητα | ανευθυνότητες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανευθυνότητα < (καθαρεύουσα) ἀνευθυνότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανευθυνότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ανεύθυνου, η μη ανάλειψη ευθύνης από το άτομο που την έχει επωμισθεί
- η μη ανάλειψη ευθύνης σε κρίσιμες στιγμές, όπου ναι μεν δεν έχει οριστεί κανένας υπεύθυνος, αλλά και όπου η άρνηση όλων να αναλάβουν υπεύθυνα το χειρισμό οδηγεί σε αδιέξοδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανευθυνότητα