ανευρίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανευρίσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνευρίσκω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.neˈvɾi.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νευ‐ρί‐σκω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανευρίσκω

  • βρίσκω κάτι που έχει χαθεί ή κάτι που μέχρι τώρα ήταν άγνωστο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]