ανευφημώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανευφημώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ανευφημώ
- (λόγιο) επιδοκιμάζω κάποιον δημόσια, συχνά με έντονο τρόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανευφημώ
|