ανηλικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανηλικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνηλικότης < αρχαία ελληνική ἀνήλικος.[1] Μορφολογικά, ανήλικ(ος) + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανηλικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ανήλικου
- ※ Τη δυνατότητα διαπίστωσης της ανηλικότητας των αιτούντων διεθνή προστασία στα έξι Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης και σε όλες τις δομές φιλοξενίας που υπάρχουν ανά την επικράτεια, προβλέπει η απόφαση των Υπουργών Υγείας και Μετανάστευσης και Ασύλου. (Νέα διαδικασία διαπίστωσης της ανηλικότητας των αιτούντων διεθνή προστασία., Δελτίο Τύπου, Υπηρεσία Υποδοχής & Ταυτοποίησης, Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου 5/8/2020)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανηλικότητα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανηλικότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)