ανημέρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανημέρωτος < αρχαία ελληνική ἀνημέρωτος < ἥμερος
- ανημέρωτος < ανενημέρωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανημέρωτος, -η, -ο
- που δεν είναι ήμερος ή που δεν έχει εξημερωθεί
- (λανθασμένη χρήση) ανενημέρωτος