ανησυχαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ανησυχαστικά < ανησυχαστικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανησυχαστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανησυχαστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανησυχαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανησυχαστικό