ανθίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανθίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανθίζω
- θα ανθίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανθίζω
- να ανθίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανθίζω