ανθίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανθίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανθίζω
  2. θα ανθίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανθίζω
  3. να ανθίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανθίζω