ανθοδόχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθοδόχη < (ελληνιστική κοινή) ἀνθοδόκη, θηλυκό του ἀνθοδόκος (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réceptacle)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθοδόχη θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ανθοδοχείο
- (βοτανική) το επάνω μέρος του κάλυκα ενός φυτού, απ’ όπου βγαίνει το άνθος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθοδοχείο
- → δείτε τις λέξεις άνθος και δέχομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθοδόχη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόχη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)