ανθολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνθολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθολογώ < αρχαία ελληνική ἀνθολογέω / ἀνθολογῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανθολογώ (παθητική φωνή: ανθολογούμαι)

  1. (παρωχημένο) μαζεύω λουλούδια
  2. (μεταφορικά) συλλέγω αντιπροσωπευτικά ή ενδιαφέροντα κείμενα (ποιήματα ή πεζά), προκειμένου να καταρτίσω μια ανθολογία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]