ανθοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνθοπώλης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθοπώλης οι ανθοπώλες
      γενική του ανθοπώλη των ανθοπωλών
    αιτιατική τον ανθοπώλη τους ανθοπώλες
     κλητική ανθοπώλη ανθοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθοπώλης < ελληνιστική κοινή ἀνθοπώλης < ἄνθος + πωλῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -πώλης
Μια ανθοπώλισσα στο κατάστημά της.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.θoˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θο‐πώ‐λης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθοπώλης αρσενικό (θηλυκό ανθοπώλισσα, ανθοπώλιδα, ανθοπώλις)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]