ανθρακένιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανθρακένιο | τα | ανθρακένια |
| γενική | του | ανθρακένιου & ανθρακενίου |
των | ανθρακένιων & ανθρακενίων |
| αιτιατική | το | ανθρακένιο | τα | ανθρακένια |
| κλητική | ανθρακένιο | ανθρακένια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθρακένιο < {λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthracène < ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anthracene < αρχαία ελληνική ἄνθραξ + αγγλική -ene (< λατινική -enus < αρχαία ελληνική -ηνός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθρακένιο ουδέτερο
- (χημεία) πολυκυκλικός αρωματικός υδρογονάνθρακας με τρεις συγχωνευμένους βενζολικούς δακτυλίους (C₁₄H₁₀), χρήσιμος στη χημική σύνθεση, ιδιαίτερα για χρωστικές ουσίες και ως δείκτης φωταύγειας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βενζανθρακένιο
- → δείτε τη λέξη άνθρακας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρακένιο
Πηγές
[επεξεργασία]- ανθρακένιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανθρακένιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανθρακένιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)