ανθρακιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθρακιά | οι | ανθρακιές |
γενική | της | ανθρακιάς | των | ανθρακιών |
αιτιατική | την | ανθρακιά | τις | ανθρακιές |
κλητική | ανθρακιά | ανθρακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρακιά < αρχαία ελληνική ἀνθρακιά < ἄνθραξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρακιά θηλυκό και αθρακιά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άνθρακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρακιά
|