ανθρακόνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρακόνημα < άνθρακας + νήμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική carbon fiber (λέξη που άρχισε να χρησιμοποιείται μετά το 1970)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρακόνημα ουδέτερο
- ανθεκτικό, συνθετικό υλικό το οποίο κατασκευάζεται από νήματα που μετά από κατάλληλη επεξεργασία περιέχουν μεγάλη ποσότητα άνθρακα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρακόνημα