ανθρωπογενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωπογενής η ανθρωπογενής το ανθρωπογενές
      γενική του ανθρωπογενούς* της ανθρωπογενούς του ανθρωπογενούς
    αιτιατική τον ανθρωπογενή την ανθρωπογενή το ανθρωπογενές
     κλητική ανθρωπογενή(ς) ανθρωπογενής ανθρωπογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωπογενείς οι ανθρωπογενείς τα ανθρωπογενή
      γενική των ανθρωπογενών των ανθρωπογενών των ανθρωπογενών
    αιτιατική τους ανθρωπογενείς τις ανθρωπογενείς τα ανθρωπογενή
     κλητική ανθρωπογενείς ανθρωπογενείς ανθρωπογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωπογενής < ανθρωπο- + -γενής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική manmade)

Επίθετο[επεξεργασία]

ανθρωπογενής, -ής, -ές

  • που έχει φτιαχτεί από άνθρωπο
    Η έρευνα επιβεβαίωσε, όπως τονίζεται από την επιστημονική ομάδα, ότι το μεγαλύτερο τμήμα του λόφου Καστά είναι φυσικό, ενώ η ανθρωπογενής επίχωση συνιστά σχετικά μικρό τμήμα. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]