ανθρωπογεωγραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωπογεωγραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropogéographie < ανθρωπο- + γεωγραφία / αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + ελληνιστική κοινή γεωγραφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρωπογεωγραφία θηλυκό
- η επιστήμη που ερευνά τη σχέση του ανθρώπου προς το γεωγραφικό περιβάλλον του
- η κατανομή στο χώρο μια ομάδας ανθρώπων
- Σοβαρές ανατροπές στην ανθρωπογεωγραφία της Βουλής δείχνουν τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα με πρωτοκλασάτα στελέχη να μένουν εκτός Κοινοβουλίου. (*)
[επεξεργασία]
- ανθρωπογεωγραφικά
- ανθρωπογεωγραφικός
- ανθρωπογεωγράφος
- → δείτε τις λέξεις άνθρωπος, γεωγραφία, γη και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωπογεωγραφία