ανθρωπογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωπογνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropognosie < ανθρωπο- + -γνωσία / αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + γιγνώσκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρωπογνωσία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθρωπογνώστης
- ανθρωπογνωστικά
- ανθρωπογνωστικός
- → δείτε τις λέξεις άνθρωπος και γνώση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθρωπο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γνωσία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)