ανθρωποειδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθρωποειδές τα ανθρωποειδή
      γενική του ανθρωποειδούς των ανθρωποειδών
    αιτιατική το ανθρωποειδές τα ανθρωποειδή
     κλητική ανθρωποειδές ανθρωποειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωποειδές < (άμεσο δάνειο) αγγλική anthropoid < anthrop- + -oid • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθρωποειδές ουδέτερο

  1. που έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά
  2. μέλος της Υπεροικογένειας των Ανθρωπoειδών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]