ανθρωποθεριστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθρωποθεριστής αρσενικό
- ο χάρος, αυτός που θερίζει (σκοτώνει) ανθρώπους
- ※ 1897 ⌘ Κωστής Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωη (1904), Ο Γυρισμός (1897), Νέα ωδή του παλιού Αλκαίου στίχ. 68-69
- Κι ενώ βασίλευεν εκεί λυσσώντας ο Άρης
ο ανθρωποθεριστής, ο βραχοκαταλύτης
- Κι ενώ βασίλευεν εκεί λυσσώντας ο Άρης
- ※ 1897 ⌘ Κωστής Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωη (1904), Ο Γυρισμός (1897), Νέα ωδή του παλιού Αλκαίου στίχ. 68-69
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρωποθεριστής
Πηγές
[επεξεργασία]- ανθρωποθεριστής — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πραματευτής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθρωπο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)