ανθρωποσυνάξεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανθρωποσυνάξεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ανθρωποσύναξη
- εναλλακτικά: ανθρωποσύναξης
ανθρωποσυνάξεως θηλυκό