ανθρωποσωτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθρωποσωτήριος, -α,-ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθρωποσωστικά
- ανθρωποσωστικός
- ανθρωποσωτήρας
- → δείτε τις λέξεις άνθρωπος και σώζω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωποσωτήριος
|