ανθρωποώρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθρωποώρα < ανθρωπο- + ώρα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική man-hour)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθρωποώρα θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρωποώρα