ανθόκρινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθόκρινο τα ανθόκρινα
      γενική του ανθόκρινου των ανθόκρινων
    αιτιατική το ανθόκρινο τα ανθόκρινα
     κλητική ανθόκρινο ανθόκρινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθόκρινο < ανθό- + κρίνο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /anˈθo.kɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θό‐κρι‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθόκρινο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]