ανθόστρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθόστρωτος η ανθόστρωτη το ανθόστρωτο
      γενική του ανθόστρωτου της ανθόστρωτης του ανθόστρωτου
    αιτιατική τον ανθόστρωτο την ανθόστρωτη το ανθόστρωτο
     κλητική ανθόστρωτε ανθόστρωτη ανθόστρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθόστρωτοι οι ανθόστρωτες τα ανθόστρωτα
      γενική των ανθόστρωτων των ανθόστρωτων των ανθόστρωτων
    αιτιατική τους ανθόστρωτους τις ανθόστρωτες τα ανθόστρωτα
     κλητική ανθόστρωτοι ανθόστρωτες ανθόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθόστρωτος < άνθ(ος) + -ο- + -στρωτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανθόστρωτος, -η, -ο

  1. που είναι στρωμένος με άνθη
  2. (μεταφορικά)
    1. εύκολος
    2. ευτυχής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]