ανιαρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιαρός < αρχαία ελληνική ἀνιαρός < ἀνία
Επίθετο[επεξεργασία]
ανιαρός
- χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που προκαλεί ανία, βαρεμάρα
- το να αντιγράφεις το όνομά σου 100 φορές σε μια κόλλα χαρτί είναι μια ανιαρή εργασία