ανιδιοτέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανιδιοτέλεια | οι | ανιδιοτέλειες |
γενική | της | ανιδιοτέλειας | των | ανιδιοτελειών |
αιτιατική | την | ανιδιοτέλεια | τις | ανιδιοτέλειες |
κλητική | ανιδιοτέλεια | ανιδιοτέλειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιδιοτέλεια < αν- + ιδιοτέλεια < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Uneigennützigkeit
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανιδιοτέλεια θηλυκό
- η απουσία ιδιοτέλειας, χαρακτηριστικό του ανθρώπου του οποίου οι πράξεις δεν υπαγορεύονται από το συμφέρον ή το προσωπικό όφελος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιδιοτέλεια