ανιδιοτελώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιδιοτελώς < ανιδιοτελής + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανιδιοτελώς
- (λόγιο) χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς προσδοκία για υλική ή ηθική ανταμοιβή ή ανταπόδοση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιδιοτελώς