ανιδιοτελώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανιδιοτελώς < ανιδιοτελής + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανιδιοτελώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]