ανιδρύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιδρύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνιδρύω < ἀν- (ἀνά) + αρχαία ελληνική ἱδρύω. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + ιδρύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ανιδρύω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιδρύω
|