ανιολότο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανιολότο < ιταλική agnolotto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανιολότο ουδέτερο, πληθυντικός ανιολότι < agnolotti

  1. είδος ζυμαρικού από ανοιγμένη ζύμη σε φύλλο, κομμένη σε λωρίδες και τυλιγμένη στη συνέχεια σε μικρές οδοντωτές σακουλίτσες μεγέθους περίπου μιας ίντσας.
  2. τα ανιολότι, (περισσότερο γνωστά στον πληθυντικό) αποτελούν πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος της γέμισης που φέρουν συνηθέστερα μοσχαρίσιο κρέας ή χορταρικά
    τα ανιολότι ανήκουν στα γεμιστά ζυμαρικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]