ανισομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανισομετρικός, -ή, -ό
- που χωρίζεται σε άνισα τμήματα ή αποτελείται από άνισα κομμάτια
- Τα παραπάνω στοιχεία προσδίδουν ανισομετρικά χαρακτηριστικά στο Ταμείο και στην ασφάλιση των μηχανικών. (*)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανισομετρικός