ανισοσύλλαβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ανισοσύλλαβος
- (γραμματική) για ουσιαστικό ή επίθετο που δεν έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις
- το φαινόμενο των ανισοσύλλαβων λέξεων, δηλαδή «το πράγμα» αλλά «του πράγματος», μπορεί να δυσκολεύει τον ξενόγλωσσο μαθητή της νεοελληνικής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανισοσύλλαβος