ανισοσύλλαβος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ανισοσύλλαβος
- (γραμματική) για ουσιαστικό ή επίθετο που δεν έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις
- ⮡ το φαινόμενο των ανισοσύλλαβων λέξεων, δηλαδή «το πράγμα» αλλά «του πράγματος», μπορεί να δυσκολεύει τον ξενόγλωσσο μαθητή της νεοελληνικής
- ※ Βασικά γνωρίσματα της καβαφικής ποίησης είναι η πεζολογία, η ιδιότυπη γλώσσα και η χρήση συμβόλων ... η πεζολογία επαληθεύεται από τον ανισοσύλλαβο και ανομοιοκατάληκτο στίχο (Ομάδα φιλολόγων της Ώθησης, Νεοελληνική λογοτεχνία, απαντήσεις, Εθνικές εξετάσεις 2012 )
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανισοσύλλαβος