ανισόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανισόλη | οι | ανισόλες |
γενική | της | ανισόλης | των | ανισολών |
αιτιατική | την | ανισόλη | τις | ανισόλες |
κλητική | ανισόλη | ανισόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανισόλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανισόλη θηλυκό
- αρωματική οργανική ένωση με μοριακό τύπο C7H8O
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ανισόλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανισόλη
|