ανισότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανισότητα < αρχαία ελληνική ἀνισότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανισότητα θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανισότητα