ανιχνεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιχνεύτρια < ανιχνευτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανιχνεύτρια θηλυκό
- θηλυκό του ανιχνευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιχνεύτρια
|